σφαιριστής

σφαιριστής
ο игрок в бильярд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σφαιριστής" в других словарях:

  • σφαιριστής — ball player masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστής — ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [σφαφίζω] αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες νεοελλ. ο παίκτης μπιλιάρδου …   Dictionary of Greek

  • σφαιρισταί — σφαιριστής ball player masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστήν — σφαιριστής ball player masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστάν — σφαιριστά̱ν , σφαιριστής ball player masc acc sg (epic doric aeolic) σφαιριστής ball player masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστάς — σφαιριστά̱ς , σφαιριστής ball player masc acc pl σφαιριστά̱ς , σφαιριστής ball player masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπιλιαρδιστής — ο [μπιλιάρδο] 1. άτομο που παίζει συχνά μπιλιάρδο, σφαιριστής 2. παίκτης που γνωρίζει καλά το μπιλιάρδο …   Dictionary of Greek

  • πιλάριοι — οἱ, Μ οι ακοντιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pilarius «σφαιριστής» (< pila «σφαίρα»)] …   Dictionary of Greek

  • σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροπαίκτης — ὁ, Α σφαιριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»